ανακαταλαμβάνω

ανακαταλαμβάνω
καταλαμβάνω εκ νέου ό,τι είχα χάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ανακατάληψη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανακαταλαμβάνω — ανακαταλαμβάνω, ανακατέλαβα βλ. πίν. 165 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακατάληψη — η η εκ νέου κατάληψη, κυρίευση μιας θέσης που τήν κατείχα και προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταλαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα «Εφημερίς»] …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”